- Ἄτταλ'
- Ἄτταλε , Ἄτταλοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεισφέρω — ΝΜΑ [εἰσφέρω] 1. (ιδίως σχετικά με χρήματα) εισφέρω, καταβάλλω από κοινού (α. «όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους σεισμοπαθείς» β. «συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνεισενεγκεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. συντελώ, συμβάλλω σε κάτι… … Dictionary of Greek
συνυπάγω — ΜΑ υποτάσσω, καθιστώ κάποιον υποχείριο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο μσν. παθ. συνυπάγομαι μετατρέπομαι σε κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἔκτοτε ᾖ τὸ μοναστήριον τῷ πτωχοτροφείῳ... συνυπαγόμενον», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. αποσύρω ή απομακρύνω κάτι… … Dictionary of Greek
υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 … Dictionary of Greek
χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ … Dictionary of Greek